κάντε κλικ εδώ
Μια ιδιότυπη μάχη έχει ξεσπάσει για το τι συνιστά ψυχική νόσο και το εάν τα αίτια των ψυχικών διαταραχών έχουν βιολογική βάση
Σε μια άνευ προηγουμένου κίνηση-επίθεση η Βρετανική Ενωση Ψυχολογίας και ειδικότερα το Τμήμα Κλινικής Ψυχολογίας της Ενωσης (DCP) εξέδωσε πριν από λίγες ημέρες μια ανακοίνωση με την οποία αμφισβητεί ευθέως τα διαγνωστικά εργαλεία και ουσιαστικά τον τρόπο άσκησης της ψυχιατρικής επιστήμης.
Υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις ότι ψυχιατρικές διαγνώσεις, όπως σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή, είναι έγκυρες ή χρήσιμες και άρα απαιτείται μια αλλαγή στον τρόπο που εξετάζονται και κατανοούνται τα ζητήματα των ψυχικών νόσων. Αμφισβητεί δηλαδή το βιοϊατρικό μοντέλο που χρησιμοποιείται ευρέως στην ψυχιατρική - την ιδέα δηλαδή ότι οι ψυχικές νόσοι έχουν βιολογικά αίτια (π.χ. χημικές διαταραχές στον εγκέφαλο) που μπορούν να θεραπευτούν με επεμβάσεις ή φάρμακα.
Αντιθέτως, λέει στον Τζέιμι Ντάουαρντ, της βρετανικής «Ομπζέρβερ», η δρ Λούσι Τζόνστοουν, εκ των συντακτών της ανακοίνωσης, «υπάρχουν πλέον συντριπτικά στοιχεία ότι οι άνθρωποι καταρρέουν ως αποτέλεσμα ενός περίπλοκου μίγματος κοινωνικών και ψυχολογικών συνθηκών, όπως είναι η απώλεια και το πένθος, η φτώχεια και οι διακρίσεις, η κακοποίηση και άλλες τραυματικές εμπειρίες».
Η ανακοίνωση της DCP, που έχει προκαλέσει ήδη τις εντονότατες αντιδράσεις των ψυχιάτρων, καθώς έχει μία μάλλον ισοπεδωτική λογική, αφού όλες οι ψυχικές νόσοι δεν είναι ίδιες, δεν ήρθε σε μια οποιαδήποτε στιγμή. Η εμφάνισή της φαίνεται να είχε προγραμματιστεί ώστε να προηγηθεί της δημοσίευσης του νέου Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Διανοητικών Διαταραχών (DSM-5) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ενωσης, το οποίο δέχτηκε τα πρώτα πυρά προτού ακόμη παρουσιαστεί επισήμως.
Κι αυτό, διότι επεκτείνει σε βαθμό υπερβολικό το φάσμα των προβλημάτων που χαρακτηρίζονται διανοητικές διαταραχές ή ψυχικές νόσοι, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνει την κατάθλιψη μετά την απώλεια ενός συγγενικού προσώπου, τη φυσική συστολή ή τις εκρήξεις θυμού των μικρών παιδιών.
Οι επικριτές του Εγχειριδίου ισχυρίζονται ότι το αμφιλεγόμενο αυτό «λεξικό» των διανοητικών διαταραχών, το οποίο έχει πάντως μεγάλη επιρροή στον κλάδο, θα οδηγήσει σε μια μη απαραίτητη κατηγοριοποίηση μεγάλου αριθμού ανθρώπων ως πασχόντων από ψυχιατρικά προβλήματα θεραπεύσιμα με φάρμακα. Και κάπως έτσι κάποιοι φτάνουν να διατυπώνουν την κατηγορία ότι πολλές από τις νόσους που περιλαμβάνονται στο Εγχειρίδιο είναι απλά εφευρήματα προς όφελος των φαρμακευτικών εταιρειών και ότι οι ψυχίατροι που τις προβάλλουν έχουν επενδεδυμένα συμφέροντα στους φαρμακευτικούς ομίλους.
Οι ψυχίατροι ανταπαντούν ότι τα διαγνωστικά εργαλεία είναι πολύτιμα για την έγκαιρη αντιμετώπιση των ψυχικών νόσων και ότι σε τελευταία ανάλυση αποτελούν οδηγό για την πιο αντικειμενική εξέταση των συμπτωμάτων κι όχι κάποιου είδους απαράβατο νόμο. Και η διαμάχη συνεχίζει να μαίνεται και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Η ερώτηση ενός μη ειδικού προς τους εκπροσώπους των δύο στρατοπέδων είναι απλή: πώς είναι δυνατόν να λαμβάνουν οι ειδικοί τόσο απόλυτες θέσεις για ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα όσο οι ψυχικές διαταραχές; Προφανώς όλες οι ψυχικές ασθένειες δεν είναι ίδιες: κάποιος που υποφέρει από κατάθλιψη μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου διαφέρει από κάποιον που «ακούει φωνές» και δεν έχει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του και της ζωής του χωρίς φαρμακευτική αγωγή. Προφανώς, επίσης, δεν είναι δυνατόν να βάζουμε την ταμπέλα της «διαταραχής» σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Προφανώς, τέλος, η ουσία -που θα έπρεπε να είναι η αναζήτηση και παροχή της καλύτερης δυνατής βοήθειας σε ανθρώπους με ψυχολογικά προβλήματα- θυσιάζεται άλλη μια φορά στο βωμό του επαγγελματικού ανταγωνισμού.